- ρητίνες
- Οργανικές ουσίες, στερεές ή ημιστερεές, με διάφορη σύνθεση, οι οποίες χαρακτηρίζονται κυρίως από μια τυπική υαλώδη μορφή και συχνά είναι διαφανείς. Οι φυσικές ρ. προέρχονται από τον φυτικό κόσμο και εξάγονται από διάφορα δέντρα μαζί με τις τερεβινθίνες και άλλα αιθέρια έλαια. Διαιρούνται, με βάση την περιεκτικότητα, σε μαλακές και σκληρές: ημίρρευστες και κολλώδεις οι πρώτες, συμπαγείς και εύθραυστες οι δεύτερες. Μαλακές ρ. είναι η γομμαλάκα, η γουταπέρκα, το λιβάνι, η μύρρα· σκληρές ρ. η τερεβινθίνη, το βάλσαμο του Καναδά, το βάλσαμο του Τολού.
Οι ρ. δεν διαλύονται στο νερό, είναι όμως διαλυτές στους οργανικούς διαλύτες· στον αέρα σκληρύνονται και είναι κακοί αγωγοί της θερμότητας και του ηλεκτρισμού. Χρησιμοποιούνται ως μονωτικές ύλες στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία, στις βιομηχανίες υφασμάτων, βερνικιών, σαπουνιών, αποσμητικών και μελανιών.
Στις συνθετικές ρ. (*πλαστικές ύλες) συμπεριλαμβάνονται και οι ιοντοανταλλακτικές ρ. της οικογένειας των αδιάλυτων φαινολφορμαλδεϋδικών, οι οποίες είναι ικανές να εναλλάξουν κατιόντα ή ανιόντα και μπορούν να υποστούν αναγέννηση. Για την ιδιότητά τους αυτή χρησιμοποιούνται στην αποσκλήρυνση του νερού (*αποϊονισμός) και στην αφαίρεση των αλάτων, στον διαχωρισμό ανόργανων ουσιών κατά τις αντιδράσεις της οργανικής χημείας, και στον μερικό διαχωρισμό των αμινοξέων.
Τμήμα φλοιού πεύκου με ρητίνη.
Dictionary of Greek. 2013.